- γιασμάκι
- και γιασουμάκι, τοκαλύπτρα που σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος τού κεφαλιού και τού προσώπου (για τις μουσουλμάνες).[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yasmak].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιασμάκι — το (λ. τουρκ.), καλύπτρα με την οποία οι μουσουλμάνες σκέπαζαν το πρόσωπό τους, φερετζές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
iaşmac — IAŞMÁC, iaşmace, s.n. (Turcism înv.) Văl cu care turcoaicele îşi acopereau faţa. – Din tc. yaşmak. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 iaşmác s. n., pl. iaşmáce Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic iaşmác… … Dicționar Român